Βρισηίδος

Βρισηίδος
Βρισηΐς
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιπποδάμειος — α, ο(ον) (ΑΜ ἱπποδάμειος, α και ος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. ιπποδάμεια γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κοκκινελίδες μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱπποδάμειος ο ιππέας αρχ. 1. η αγορά τού Πειραιά, η οποία κατασκευάστηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”